- πελέκεας
- πέλεκυςaxefem acc pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιπέλεκκον — ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α) μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφι πέλεκκον] … Dictionary of Greek
κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος … Dictionary of Greek
πέλεκυς — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1850 στην Κεφαλονιά. 2. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1876 στη Σάμο. 3. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1881 στην Κεφαλονιά. 4. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1883… … Dictionary of Greek
υλοτόμος — ο / ὑλοτόμος, ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα τού δάσους, ξυλοκόπος νεοελλ. 1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους 2. το αρσ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek